- τριμερής
- -ές, ΝΜΑαυτός που αποτελείται από τρία μέρη (α. «τριμερὴς ἡ ψυχή», Αριστοτ.β. «νόμος τριμερής» — μελωδία σε τρεις τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, Πλούτ.)νεοελλ.1. (για διαπραγμάτευση ή για συνθήκη) αυτός στον οποίο συμμετέχουν τρία μέρη, τρεις πλευρές, ή αυτός που συνάπτεται, που συνομολογείται από τρία μέρη (α. «τριμερής διάσκεψη» β. «τριμερείς συνομιλίες» γ. «τριμερές σύμφωνο»)2. (για άνθος) αυτός τού οποίου όλα τα σπονδυλώματα αποτελούνται από τρία μόρια, δηλ. τρία σέπαλα, τρία πέταλα κ.λπ.3. χημ. χαρακτηρισμός χημικής ένωσης, ο χημικός τύπος τής οποίας περιλαμβάνει τρεις φορές τον χημικό τύπο μιας άλλης, απλούστερης ένωσηςφρ. «τριμερής μορφή»μουσ. μουσική μορφή που αποτελείται από τρία μέρη, το τελευταίο από τα οποία είναι επανάληψη τού πρώτου.επίρρ...τριμερώς / τριμερῶς ΝΑσε τρία μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. πεντα-μερής].
Dictionary of Greek. 2013.